πουρές

πουρές
ο, και πουρέ, το, Ν
είδος πολτού που παρασκευάζεται από πατάτες ή όσπρια ή χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. puree < αρχ. γαλλ. ρ. purer «καθαρίζω, στραγγίζω λαχανικά» < λατ. puro «καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πουρές — ο πληθ. έδες, και πουρέ, το άκλ. (λ. γαλλ.), πολτός από πατάτα ή όσπρια ή σπανάκι: Ψητό με πουρέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

  • σβωλιάζω — Ν [σβώλος] 1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι σε βώλους 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι σε βώλους («σβώλιασε ο πουρές») …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”